- χρονίσκος
- -ου ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 2 Mc 11,1a short time; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
χρονίσκος — ὁ, Α υποκορ. μικρό χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος*] … Dictionary of Greek
χρονίσκον — χρονίσκος a short time masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek